τεριέ

τεριέ
και τερριέ, το, Ν
άκλ. φυλή κυνηγετικών κυρίως σκύλων με μακριά και πλατιά αφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. terrier «σκυλί τής γης» (< λατ. terra «γη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τεριέ, Αντρέ — (Theuriet, 1833 – 1906). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Σπούδασε νομικά και διετέλεσε για πολλά χρόνια διοικητικός υπάλληλος. Τα πρώτα ποιήματά του Ο δρόμος του δάσους, γοήτευσαν με την απλότητα και δροσερότητά τους. Ο Τ. έγραψε για το… …   Dictionary of Greek

  • σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • ταυροθήρας — ο, Ν ζωολ. φυλή σκύλων, κν. μπουλ τεριέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»). Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. bull terrier και μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • τερριέ — το, Ν άκλ. βλ. τεριέ …   Dictionary of Greek

  • βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • ντόμπερμαν — (dobermann). Ράτσα λυκόσκυλου που προέρχεται, όπως πιστεύεται, από διασταύρωση λαγωνικών, τεριέ και ποιμενικών. Έχει ύψος έως το ακρώμιο 60 65 εκ., τρίχωμα κοντό, γενικά μαύρο ή καστανό. Το κεφάλι, όχι πολύ επιμήκες, έχει αυτιά όρθια μέσων… …   Dictionary of Greek

  • φοξτεριέ — το άκλ. (λ. αγγλ.), σκυλί της φυλής τεριέ, ειδικό για το κυνήγι της αλεπούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”